ιπνός

ιπνός
ἰπνός, ὁ (ΑΜ)
κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το μαγειρείο
2. λαμπτήρας, φανός
3. αποχωρητήριο, κοπρώνας, σωρός κοπριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά, στον τ. i-po-no, η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Έχει συνδεθεί με το αγγλοσαξ. ofen, το αρχ. άνω γερμ. ovan, το αγγλ. oven, το πρωτογερμ. *ofna-κ.ά., όλα με τη σημασία «φούρνος», καθώς και με το αρχ. ινδ. ukhā- «δοχείο, κατσαρόλα», με σκοπό να αναχθούν όλα σε ΙΕ ρίζα με χειλοϋπερωικό σύμφωνο. Η διαφορά τού αρνητικού φθόγγου όμως, καθώς και η δασύτητα που μαρτυρείται σε ορισμένες περιπτώσεις στην Ελληνική (όπως στη γλώσσα τού Ησυχίου 'Εφιπνος
Ζεὺς ἐν Χίῳ) δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ιπνεύω, ιπνίον, ίπνιος, ιπνίτης, ιπνιών, ιπνώ, ιπνών.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιπνοκαής, ιπνοκαύστης, ιπνοκαύτης, ιπνοκήιον, ιπνολέβης, ιπνολεβήτιον, ιπνοπλάθης, ιπνοπλάθος, ιπνοπλάστης, ιπνοποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰπνός — oven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοῖς — ἰπνός oven masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοῖσι — ἰπνός oven masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοί — ἰπνός oven masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοῦ — ἰπνός oven masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνούς — ἰπνός oven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνῶ — ἰπνός oven masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνῷ — ἰπνός oven masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνόν — ἰπνός oven masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνίον — ἰπνίον, τὸ (Α) υποκορ. τού ιπνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”